σαπρολεγνίδες — οι, Ν (μυκητ.) οικογένεια μυκήτων τής τάξης σαπρολεγνιώδη, με τυπικό εκπρόσωπο τής οικογένειας το γένος σαπρολεγνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegniaceae < saprolegnia (βλ. σαπρολεγνία)] … Dictionary of Greek
σαπρολεγνίωση — η, Ν (κτην.) παρασιτική νόσος τών ψαριών τών γλυκών νερών και τών αβγών τους, η οποία προκαλείται από μύκητες τού γένους σαπρολεγνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. saprolegniose < saprolegnia (βλ. σαπρολεγνία)] … Dictionary of Greek
Σαπρολεγνύδες — (Saprolegniidae). Οικογένεια υδρόβιων φυκομυκήτων της υπόταξης των σαπρολεγνιιδών, της τάξης των ωομυκήτων. Μερικά είδη του γένους σαπρολεγνία, όπως π.χ. η μούχλα των ψαριών, ζουν πάνω σε ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα, ενώ άλλα είδη, πάνω σε… … Dictionary of Greek
σαπρολεγνιώδη — τα, Ν (μυκητ.) τάξη μυκήτων που ανήκει στους ωομύκητες και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη, κν. γνωστά ως νερομούχλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegniales < saprolegnia (βλ. σαπρολεγνία)] … Dictionary of Greek